Τρίτο Βραβείο Διηγήματος στον 240 Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Αγίου Νικολάου Σεπτεμβρίος 2007.Μυρωδιές ξύλου και σαπουνιού παντού. Έπιπλα πληγωμένα από της απροσεξίας το διάβα και την πολυκαιρία. Σημειώματα στον τοίχο άναρθρα, τηλεγραφικά, θύμιζαν δουλειές και αποφθέγματα για κάθε αφορμή. Στη μέση όλων αυτών, ο νέος πρόβαρε λευκό του γιασεμιού για μεσοφόρι, μπλε της άπατης θάλασσας στον ώμο κι ένα κόκκινο του ύστερου ηλιοβασιλέματος στη μέση. Χωρίς δυσκολία, ταίριασε το ρούχο απάνω του κι έφερε το ζωνάρι γύρες αρκετές. Όταν το στερέωσε καλά, έψαξε και βρήκε σε γυάλινο βάζο ψημένο, άκοπο καφέ. Με τη χούφτα του, έπιασε κάμποσους σπόρους, έναν έβαλε στο στόμα του, τους άλλους στη μοναδική του τσέπη.
- Να έχω να κερνώ γνωστούς κι αγνώστους...
Έτοιμος για τον περίπατό του, βρέθηκε στο δρόμο. Κοίταξε γύρω του να δει κάτι που θα τον κέντριζε. Η ματιά του στάθηκε σε εξιδανικευμένη εικόνα, από φαντασίας βιβλία αναδυόμενη. Μαγνητισμένος, κίνησε προς αυτήν, προσπαθώντας να θυμηθεί και τη λεζάντα που τη συνόδευε. Μάταια. Δε χάρηκε με αυτό, αλλά δεν άφησε να τον επηρεάσει μια σκέψη που έψαχνε στα βαθιά υπόγεια του νου να γεμίσει την κουφάλα της.
Λαλίστατη πυγολαμπίδα στον κυκεώνα ουρλιαχτών, φιρμανιών, εκπτώσεων και στερεοφωνικών ήχων ή υβριδική νυχτερίδα, εισβολέας στα ενδότερα του μισάνοιχτου βλέφαρου και του ξέστρωτου κρεβατιού, προσπέρασε γρήγορα γειτόνισσες που, τάχα μου, είχαν βγει να σκουπίσουν για να ανακατωθεί με σταυροφέροντες, κυοφορούσες και χορτάτους αρουραίους. Βιαζόταν να φτάσει εκεί που αυτόχειρες αντρειωνόντουσαν, επαγγελματίες μετρούσαν το φράγκο και το γραμμάριο, ιερόδουλες κοιμόντουσαν στα κρεβάτια των αφεντικών τα σαββατοκύριακα για να λαγοκοιμούνται στα σκαλοπάτια τους τις καθημερινές και θρήσκοι ψώνιζαν, κρυφά από τον παπά, χοιρινό κρέας.
- Εκεί είναι το μύρο και το σάπιο, στα μαλλιά και στα ψυγεία. Εκεί το ρόδο και το αγκάθι, στα μεριά και στις κορφές των κλωναριών...
- Κύριε, κύριε! Θες κάτι να ψωνίσεις; Έχω σουγιάδες, παιχνίδια, χρυσαφικά. Πάρε, πάρε!
Σαστισμένος από την παρέμβαση του επίμονου πλανόδιου, ο νέος δεν είχε ρίξει ακόμα ματιά προς τα κρεμάμενα αντικείμενα.
- Να, θες αυτό το σουγιά; Μήπως το μπρελόκ, το ρολογάκι; Δε φοράς ρολόι, μίστερ.
Ο νέος περιεργάστηκε μία καραμούζα. Με τον ήχο της, ογκόλιθοι θα παραμέριζαν, φτερά σε πλάτες θα φύτρωναν κι έντομα θα μιλούσαν ανθρώπου γλώσσα.
«Με τη στριγκλιά της φιλτράρει την εκπνοή, χαρίζοντάς της τον ίδιο πολύχρωμο τόνο με αυτόν που βαστά στο κορμάκι της. Θα την πάρω.
- Πόσο έχει η καραμούζα;
Ο πλανόδιος, μουτρωμένος που άκουσε για την καραμούζα ενώ είχε άλλα ακριβότερα, του είπε πόσο, πήρε τα λεφτά και τον αποχαιρέτησε βιαστικά μιας κι άλλος υποψήφιος αγοραστής πλησίαζε.
Ο νέος άνοιξε πάλι το βήμα του. Κλώτσησε κατά λάθος ένα τενεκεδάκι με ψιλά, προσπέρασε έναν κουλουρά που θα τον ξανάβλεπε σίγουρα παρακάτω να προμοτάρει το φρεσκοψημένο προϊόν του, έκρυψε ένα κοριτσάκι που ήρθε και χώθηκε πίσω του κι όλο πλησίαζε.
Αλαλαγμοί άναρχοι δυνάμωναν. Δεκάχρονα παιδιά έπαιζαν κρυφτό και τυφλόμυγα, άλλα μεγαλύτερα κλωτσούσαν μπάλα ή έπιναν διάφανα ποτά και ξεκουράζονταν. Ολόγυρά τους, μπακάληδες νοικοκυραίοι με κατακόκκινα μάτια, κυράδες εμπρός τους με απλωμένο το χέρι, κουρεία διαμπερή και πανσέδες, κάτω από την αγεροπαρμένη λαδόκολλα, στα παρτέρια και στις φαγωμένες κονσέρβες κομπόστας. «
Κριάρια», χωρίς μπλούζα, πηγαινοέρχονταν από το παντοπωλείο στο καφεκοπτείο κι από τον παγοπώλη στο φούρναρη. «
Μανάρια» πίσω από το παντζούρι και το ταμείο τα χάζευαν. Με τη σειρά τους και αυτά, στο περίπτερο πετάγονταν για ψιλά κι εφημερίδα. Μυσταγωγία, στην οποία θεατές και πρωταγωνιστές εναλλάσσονταν με τη συχνότητα που πάει κι έρχεται το κύμα. Ποιός ήθελε να είναι θεατής; Κανείς! Όλοι πρωταγωνιστές! Κατσούφιαζαν στον απότομο υποβιβασμό τους, χοροπηδούσαν και χύνονταν σαν ερχόταν πάλι η ώρα τους να προκαλέσουν και να κολαστούν.
Μονάχα ο νέος έμενε θεατής σε αυτό το μελισσομάνι με πολλές βασίλισσες, άλλους τόσους κηφήνες και δαχτυλομετρούμενες εργάτριες. Το κοριτσάκι είχε, από ώρα, εγκαταλείψει την κινητή του «κρυψώνα» ίσως επειδή δεν τη βρήκε λειτουργική, ίσως επειδή, κακώς απ’ ότι αποδείχτηκε, νόμισε ότι ήταν ώρα να τρέξει για το «φτου ξελευθερία σε όλους». Η «κρυψώνα» του τώρα είχε ανακαλύψει μια παρατημένη, ψάθινη καρέκλα κι είχε μεταμορφωθεί σε νωχελικό συνταξιούχο ή σε επαγγελματία μοιρολάτρη. Δίχως την παραμικρή διάθεση για βεβιασμένη κίνηση, μοίραζε την τεμπελιά του στη νότα από λατέρνα, στο φούσκωμα στα σκέλια καθενός που έφερνε σε Καζανόβα και στα αναθέματα αγουροξυπνημένου περίοικου που τον ξεριζωμό όλων ορκιζόταν σε θεούς και δαίμονες.
Στο άκουσμα αυτών των υπερβολών, πλήθη σωρεύτηκαν. Ο νέος σηκώθηκε να δει καλύτερα. Στραμμένοι όλοι προς χοιρομούρη, ετοίμαζαν ό,τι τους κολλούσε καλά στο μάτι και τη χούφτα: κουκούτσια από χωνεμένα ροδάκινα, άγουρα μούσμουλα, τσαλακωμένες, χτεσινές εφημερίδες. Πήρε κι ο νέος ρίζες και πατατόφλουδα που μοίραζαν μικροπωλητής και η κυρά του κι ετοιμάστηκε για το σύνθημα. Πάνω σε ένα σπαρακτικό «Ααααα», παιδιά φώναξαν ένα μακρόσυρτο «Εεεεεε» που, όσο διήρκεσε, πετάχτηκε σε μπαλκόνια, σε σίδερα και σε κουφώματα οτιδήποτε μπορούσε να λερώσει, να τρομάξει και να μην πληγώσει. Πέταξε και ο νέος τα δικά του που άλλα βρήκαν μαδέρι, άλλα σιδεριές και λίγα φλούδια βρήκαν τα νύχια του σαστισμένου άντρα. Αυτός, παραδομένος άνευ όρων, έτρεξε να χωθεί πίσω από γυάλινα καλύμματα και τραβηγμένες κουρτίνες, χωρίς να δώσει συνέχεια.
Η πλατεία ανάστατη: σφιχταγκαλιάσματα και προτροπές για κέρασμα παντού, υποσχέσεις υπόηχες για απόψε και για πάντα, μασουλήματα φρούτων που τελικά δεν ήταν τόσο άγουρα ή τόσο σάπια και πισωγυρίσματα στον πάγκο, στο κεφαλόσκαλο και στην πρέφα.
- Αμάν πια τον έχει βαρεθεί η ψυχή μου.
- Πάλι αύριο τα ίδια θα κάνει.
- Μακάρι!
- Κόπιασε να πιούμε, γείτονα.
- Θα σε περιμένω το βράδυ στο...
- Σ΄ αγαπώ... - Κι εγώ... Ο νέος, στα σύνορα δεκάδων παρεών, χωρίς φανερό προορισμό, είχε ξεκινήσει να απαγγέλλει έπη. Χωρίς δισταγμό, ρωτούσε διερχόμενους αυτό που ο επόμενος στίχος, πριν ο άλαλος περαστικός ξερακιανά ανασηκώσει τους ώμους του, θα απαντούσε. Οι εναλλαγές του κοφτερές, απροειδοποίητες.
Κοκκινισμένος, πετώντας τα ρούχα του και κραδαίνοντας την καραμούζα, προχώρησε προς καχύποπτους. Σταμάτησε μπροστά σε έναν απ’ αυτούς. Νέος κι αυτός, με τη γύμνια να τον αναστατώνει, εν μέρει σαδιστικά, καμωνόταν πότε πως θα τον ραπίσει και πότε πως θα τον προφυλάξει, λες και τραμπαλιζόταν ανάμεσα στις διαθέσεις του πλήθους και του νέου. Στο τέλος, χωρίς να κάνει τίποτα από τα δύο, άρχισε να βγάζει τούφες τα μαλλιά του, προδομένος από την ξεπνεμένη ρανίδα θάρρους του. Ο νέος, χωρίς να τον αποτρέψει, οπισθοχώρησε πατώντας πάνω σε χαρτιά πανωγραμμένα, με διορθώσεις τα περισσότερα.
Στο σημείο τομής όλων των διαγωνίων κάθισε χάμω κι άρχισε να διαβάζει από μέσα του το πρώτο που έφερε το ούριο αεράκι στα χέρια του. Έπειτα, χωρίς μακρόσυρτες προειδοποιήσεις, έπιασε την καραμούζα και την έκανε να ξεράσει ήχους στεγνούς, τζούφιους, που τρυπούσαν αυτιά στους πολλούς μα σε δύο, τρεις, δέκα τρυπούσαν το στομάχι. Οι πιο πολλοί τον παρακαλούσαν να σταματήσει μα ορισμένοι, ματωμένοι κι εξουθενωμένοι, πετάχτηκαν προς το μέρος του και του φώναζαν:
- Ναι δέσποτα, παίζε κι άλλο, παίζε να τρεκλίσουμε και μέσα στο αίμα της ρουφιανιάς μας να πνιγούμε.
Από τις τσέπες τους, προικιά κι ασημικά ξέφευγαν κι έφταναν στις χούφτες αυτών που τα αναγνώριζαν για δικά τους.
Άλλο γράμμα, πολυσέλιδο, με δάκρυ στεγνωμένο, γέννησε ήχο που έθιζε κι ερέθιζε, λίκνιζε το γυναικείο κορμί κι εξοβέλιζε το αντρικό. Της Σαλώμης ο ανεπανάληπτος σκοπός! Και να, η ίδια ξεχώρισε από τα ανατολικά, χορεύοντας προς εκείνον που ήξερε και δεν ενέδιδε, προσωρινά τουλάχιστον. Μετανιωμένη, με διάθεση για ηδονικά τσαλίμια, εκλιπαρούσε για ζευγάρωμα στο χορό και στο κρεβάτι. Το ταίρι της, άσχημο ή ταγμένο σε άλλη, τελικά φανερώθηκε, αφιερώνοντάς της ερωτόλογα. Ανάστατοι οι γείτονές τους από το γνήσιο θέαμα, το σκάσανε για να κρυφτούνε.
Κάθε φορά, μελωδίες εμπνευσμένες από την καλλιγραφία των λέξεων, την αρτιότητα των νοημάτων και των δόλιων αισθημάτων. Ασταμάτητες μπροστά στο γκλοπ προειδοποιούσαν κι εκλιπαρούσαν, έκαναν στην άκρη κι άφηναν το χώρο ανοιχτό ή τραβούσαν από το αυτί κι άρπαζαν από τα μαλλιά. Θύματά τους ένας κόσμος, που, κατανοώντας το μάταιο του φευγιού, περίμενε την κάθαρσή του. Όταν ο καθένας αναγνώριζε τη δική του συνωμοσία, ξεχώριζε από τους υπόλοιπους. Σκυλογαβγισμένος κουτρουβαλούσε, ζητώντας κακοσκαμένη τρύπα να τον βάζει.
Μέσα σ’ αυτό το ανθρωπομάνι που αραίωνε με τον ρυθμό που αραίωναν τα γράμματα, ο νέος, μουσουργός και αλητάμπουρας, ξεχείλωνε τα πρότυπα, καταργούσε τα πλάνα. Άγραφοι νόμοι προπατόρων κατέρρεαν. Μαζί τους διαμελίζονταν καταμεσής - ωσάν κακοραμμένοι – και οι απόγονοί τους. Και δεν ήταν λίγοι. Ούτε τα γράμματα ήταν λιγότερα. Ο νέος γράπωνε όποιο τύχαινε. Με τη σειρά του, έφτασε και σε χαρτί, διπλωμένο πρόχειρα. Το άνοιξε και διάβασε το λιγοστό του περιεχόμενο. «Ντύσου». Πώς; Γιατί; Καλά. Ξεσκονίστηκε, ντύθηκε. Η καραμούζα, αναγκαστικά, χάμω. Άλλο χαρτί. Όμοιο. Το άνοιξε. «Άφησέ την». Ποιά; Γιατί; Καλά. Τρίτο χαρτί. «Κοίτα με». Πού; Σήκωσε το κεφάλι του. Συνομήλικός του, που τόση ώρα κρατούσε με το πόδι του τον κάθε ρυθμό, στεκόταν απέναντί του. Ο νέος προχώρησε προς το μέρος του.
- Σε ακούω.
- Δεν έχω κάτι να σου πω. Απλά, με τον τρόπο μου, ήθελα κι εγώ να συμμετέχω, σαν κακοπληρωμένος κομπάρσος, στην αυτοσχέδια παράστασή σου. Άλλο πράμα μην περιμένεις.
- Γράμματα διάβασα που...
Τον διέκοψε με ένα δυνατό χαστούκι.
- Ηλίθιε! Όλα είναι κόλπα του σκηνοθέτη και ρηχές εμπνεύσεις του σεναριογράφου! Με αυτά τρομπάρουν το μυαλό σου!
Θαρρείς μετά ότι κάθε ερχομός Θεού έρχεται με σκισίματα της γης λες κι αυτή είναι λινή! Ό,τι διάβασες ήταν από εραστή προς εραστή, από τυραννικό πατέρα προς την κόρη, από το φύλακα στον αιχμάλωτο, όχι από εμένα σε εσένα! Ακούς; Ακούω να λες!
Ο νέος δεν ανταπάντησε. Μειδιώντας, έβγαλε σπόρους καφέ και πρόσφερε στο συμβουλάτορά του. Αυτός πήρε έναν, τον έβαλε στο στόμα του και, σίγουρος ότι θα τα ξαναλέγανε, πίσω έμεινε να κοιτά το νέο καθώς απομακρυνόταν. Λίγο πριν τον χάσει τελείως από τη ματιά του, αυτοχαστουκίστηκε και μονολόγησε:
-
Συνεπαρμένε, κι εσύ γελάστηκες από γλυκανάλατες ατάκες και μονταρισμένα βλέμματα. Άκου «
σίγουρος ότι θα τα ξαναπούμε».
Άθως Χιονισμένος